-
1 ποιμήν
ποιμήν, ένος, ὁ (mit πατέομαι, pasco, πόα zusammenhangendj, der Hirt, insbesondere der Schäfer; Hom. u. Hes.; als Ggstz von ἄναξ Od. 4, 87; übh. Lenker, Gebieter der Menschen, bes. ποιμὴν λαῶν, bei Hom. u. Hes. häufiges Beiwort der Fürsten, Hirt der Leute; ναῶν ποιμένες, Aesch. Suppl. 748, der es auch vom Sturme gebraucht, »der Treiber«, Ag. 643; ὄχων, Eur. Suppl. 696; λόχων, Valck. Phoen. 1146; Soph. Ai. 353, von Fürsten, wo der Schol. es durch ποιμαίνων, ϑάλπων erklären will. In Prosa herrscht die eigtl. Bdtg vor, ποιμὴν καὶ βουκόλος, Plat. Legg. V, 735 a; Polit. 275 b; τῶν ἀρχόντων ὥςπερ ποιμένων πόλεως, Rep. IV, 440 d; Plut. u. a. Sp.
См. также в других словарях:
ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… … Dictionary of Greek
ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… … Dictionary of Greek